- μακτήριος
- μακτήριος, -ία, -ον (Α) [μακτήρ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύμωμα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακτήριονα) σκάφη ζυμώματος, μάκτραβ) μάκτρο, προσόψιο3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μακτήριαπιθ. τροφή, τρόφιμα4. (κατά τον Ησύχ.) «μακτήριονἱλαστήριον, κάλυμμα, ἱερὸν κρύφιον».
Dictionary of Greek. 2013.